- λευκοπλάστης
- ο και λευκοπλάστ, τοεμπορική ονομασία κολλητικής ταινίας, με βάση το οξείδιο τού ψευδαργύρου και καουτσούκ, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση επιδεσμικού υλικού πάνω στο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplast < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]- < λευκός) + -plast (< υστερολατ. -plastus < -πλαστος < πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.