λευκοπλάστης

λευκοπλάστης
ο και λευκοπλάστ, το
εμπορική ονομασία κολλητικής ταινίας, με βάση το οξείδιο τού ψευδαργύρου και καουτσούκ, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση επιδεσμικού υλικού πάνω στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplast < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]- < λευκός) + -plast (< υστερολατ. -plastus < -πλαστος < πλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λευκοπλάστης — ο (φαρμ.), ταινία από ύφασμα αλειμμένη στη μία επιφάνεια με συγκολλητική ουσία για να συγκρατεί τους επιδέσμους πάνω στο δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • τσιρότο — και τσιρώτο και τσηρώτο και τσερότο, το, Ν 1. είδος λεπτού εμπλάστρου με επίστρωμα κεριού 2. λευκοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerotto < κηρωτόν < κηρός] …   Dictionary of Greek

  • Καρούζος, Νίκος — (Ναύπλιο 1926 – Αθήνα 1990). Ποιητής. Ξεκίνησε σπουδές νομικών και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1949, δημοσιεύοντας ένα ποίημά του στο περιοδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”